ντύμα

ντύμα
τό
1) обложка (книги); 2) обшивка, облицовка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ντύμα" в других словарях:

  • ντύμα — το, ατος 1. κάλυμμα, περικάλυμμα, κουβερτούρα: Πρέπει να βάλεις ντύματα στα βιβλία σου. 2. επένδυση, ρούχο: Και θ ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή, θα γδυθείς της αμαρτίας το ντύμα (Παλαμάς). 3. το δέρμα ορισμένων ζώων που κατά καιρούς αποβάλλεται:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ντύμα — το [ντύνω] 1. κάλυμμα σώματος, ρούχο, φόρεμα, ένδυμα 2. επένδυση βιβλίου ή τετραδίου 3. φρ. «ντύμα τού φιδιού» το ακέραιο δέρμα τού φιδιού που αποβάλλεται, φιδοπουκαμισο 4. δέρμα …   Dictionary of Greek

  • έντυμα — και ντύμα, το (AM ἔνδυμα, Μ και ἔντυμα(ν) και ντύμα) ένδυμα, περίβλημα, περικάλυμμα, φόρεμα, ρούχο («το νέο του ξεφυτρώνει πράσινο έντυμα λαμπρό», Σολωμ.) …   Dictionary of Greek

  • Σιφ Ούγκο — (Schiff). Ιταλός χημικός, γερμανικής καταγωγής (1834 1915). Ήταν μαθητής του Φ. Βιόλερ. Διατέλεσε υφηγητής του πανεπιστήμιου της Βέρνης (1857) και κατόπιν μετανάστευσε στην Ιταλία και εργάστηκε στη Φλωρεντία. Χρημάτισε επίσης καθηγητής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»